φθίνοντες

φθίνοντες
φθί̱νοντες , φθίω
ks̥i-
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”